προσπορισμός

προσπορισμός
ο, Ν [προσπορίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπορίζω, η επί πλέον απόκτηση, η πρόσκτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσπορισμός — ο η πράξη και το αποτέλεσμα του προσπορίζω, η παροχή, η προμήθεια, ο εφοδιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξεύρεση — η (AM ἐξεύρεσις) [εξευρίσκω] επινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης») νεοελλ. η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης») αρχ. 1. αναζήτηση 2. εφεύρεση …   Dictionary of Greek

  • προσπόρισμα — το, ΝΑ [προσπορίζω] νεοελλ. προσπορισμός αρχ. πόρισμα, συμπέρασμα …   Dictionary of Greek

  • εξεύρεση — η 1. η εύρεση ύστερα από αναζήτηση, ο προσπορισμός: Εξεύρεση μέσων. 2. επινόηση, σύλληψη ιδέας, εφεύρεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”